- νίτρασμα
- νίτρ-ασμα, ατος, τό,A soap, Sor.1.82.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νίτρασμα — νίτρασμα, τὸ (Α) μίγμα με βάση το νίτρο το οποίο χρησιμοποιούσαν για καθαρισμό, όπως το σαπούνι. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < αμάρτυρο *νιτράζω (< νίτρον)] … Dictionary of Greek
νίτρασμα — soap neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νίτρο — Κοινή ονομασία του νιτρικού οξέος. Βλ. λ. νιτρικό οξύ. * * * το (ΑΜ νίτρον) νεοελλ. (ορυκτ.) γενική ονομασία τριών φυσικών νιτρικών ορυκτών, δηλαδή τού κανονικού νίτρου ή νιτρικού καλίου, τού νίτρου τής Χιλής ή κυβικού νατρίου ή νιτρικού νατρίου… … Dictionary of Greek